- αναξιόχρεος
- ος , ον , αναξιόχρεως, ως, ων несостоятельный, некредитоспособный , неплатёжеспособный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναξιόχρεος — η, ο (και αναξιόχρεως, ων) ο μη άξιος να πληρώσει τα χρέη του ή να εγγυηθεί ξένα, ο αναξιόπιστος στις συναλλαγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αξιόχρεος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικολάου Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
αναξιόχρεος — η, ο ο αναξιόπιστος στις συναλλαγές του, ο κακοπληρωτής: Στην αγορά τον θεωρούσαν αναξιόχρεο και δεν του είχαν καμιά εμπιστοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λισσός — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Πόλη και λιμάνι της Κρήτης, επίνειο της Υρτακίνης ή της Ελύρας. Βρισκόταν στον μυχό του κόλπου του Αγίου Κυριακού, όπου σώζονται και ερείπια θεάτρου. 2. Παραλιακή πόλη της Ιλλυρίας, η ακρόπολη της οποίας ονομαζόταν… … Dictionary of Greek
αφερέγγυος — α, ο αυτός που δεν είναι φερέγγυος, ο αναξιόχρεος: Δεν μπορούσε να δανειστεί από την Τράπεζα, γιατί ήταν αφερέγγυος. Ουσ. το αφερέγγυο και η αφερεγγυότητα η κατάσταση του αφερέγγυου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)